σπάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπάλα | οι | σπάλες |
γενική | της | σπάλας | — | |
αιτιατική | τη | σπάλα | τις | σπάλες |
κλητική | σπάλα | σπάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπάλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική spalla < υστερολατινική spatula (σπάτουλα) < αρχαία ελληνική σπάθη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπάλα θηλυκό