Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουλιμάς οι σουλιμάδες
      γενική του σουλιμά των σουλιμάδων
    αιτιατική τον σουλιμά τους σουλιμάδες
     κλητική σουλιμά σουλιμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουλιμάς (άμεσο δάνειο) τουρκική sulama + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /su.liˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐λι‐μάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουλιμάς αρσενικό

  1. (οικείο, συνήθως μειωτικό) αλοιφή για καλλωπισμό
     συνώνυμα: ψιμύθιο, φτιασίδι
    παράγωγα: σουλιμαδού, σουλουμαδού
  2. χρωστική ουσία, παράγωγο του μολύβδου
    πολυλεκτικός όρος: κόκκινος σουλιμάς (οξείδιο του μολύβδου ή μίνιο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, έκδ. Β', τόμ. 22.
  • Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη.