σουλιμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουλιμάς (άμεσο δάνειο) τουρκική sulama + -ς[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /su.liˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐λι‐μάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουλιμάς αρσενικό
- (οικείο, συνήθως μειωτικό) αλοιφή για καλλωπισμό
- ≈ συνώνυμα: ψιμύθιο, φτιασίδι
- παράγωγα: σουλιμαδού, σουλουμαδού
- χρωστική ουσία, παράγωγο του μολύβδου
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σουλιμάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, έκδ. Β', τόμ. 22.
- Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη.