Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκυλεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκυλεμέν
ος
η
σκυλεμέν
η
το
σκυλεμέν
ο
γενική
του
σκυλεμέν
ου
της
σκυλεμέν
ης
του
σκυλεμέν
ου
αιτιατική
τον
σκυλεμέν
ο
τη
σκυλεμέν
η
το
σκυλεμέν
ο
κλητική
σκυλεμέν
ε
σκυλεμέν
η
σκυλεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκυλεμέν
οι
οι
σκυλεμέν
ες
τα
σκυλεμέν
α
γενική
των
σκυλεμέν
ων
των
σκυλεμέν
ων
των
σκυλεμέν
ων
αιτιατική
τους
σκυλεμέν
ους
τις
σκυλεμέν
ες
τα
σκυλεμέν
α
κλητική
σκυλεμέν
οι
σκυλεμέν
ες
σκυλεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκυλεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σκυλεύω
Μετοχή
επεξεργασία
σκυλεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
σκυλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκυλεμένος