σκυλεμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
σκυλεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σκυλεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σκυλεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκυλεμένος
σκυλεμένων