σκοροκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σκοροκτόνος | το | σκοροκτόνο | ||
γενική | του/της | σκοροκτόνου | του | σκοροκτόνου | ||
αιτιατική | τον/τη | σκοροκτόνο | το | σκοροκτόνο | ||
κλητική | σκοροκτόνε | σκοροκτόνο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σκοροκτόνοι | τα | σκοροκτόνα | ||
γενική | των | σκοροκτόνων | των | σκοροκτόνων | ||
αιτιατική | τους/τις | σκοροκτόνους | τα | σκοροκτόνα | ||
κλητική | σκοροκτόνοι | σκοροκτόνα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοροκτόνος < σκοροκτόνο + -ος
Επίθετο
επεξεργασίασκοροκτόνος, -ος, -ο
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση του σκόρου
- (ουσιαστικοποιημένο) σκοροκτόνο