σκοροκτόνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοροκτόνο < σκόρος + -ο- + -κτόνο (< αρχαία ελληνική κτείνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοροκτόνο ουδέτερο
- σκεύασμα που συμβάλλει στην καταπολέμηση του σκόρου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοροκτόνο
|