σκληρόπετσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκληρόπετσος
- (κυριολεκτικά) που έχει σκληρή πέτσα ή σκληρό δέρμα
- (μεταφορικά) που είναι αρκετά σκληρός ή σκληραγωγημένος
- (μεταφορικά) που είναι αναίσθητος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκληρόπετσος
|