Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκλαβωμένος η σκλαβωμένη το σκλαβωμένο
      γενική του σκλαβωμένου της σκλαβωμένης του σκλαβωμένου
    αιτιατική τον σκλαβωμένο τη σκλαβωμένη το σκλαβωμένο
     κλητική σκλαβωμένε σκλαβωμένη σκλαβωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκλαβωμένοι οι σκλαβωμένες τα σκλαβωμένα
      γενική των σκλαβωμένων των σκλαβωμένων των σκλαβωμένων
    αιτιατική τους σκλαβωμένους τις σκλαβωμένες τα σκλαβωμένα
     κλητική σκλαβωμένοι σκλαβωμένες σκλαβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκλαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκλαβώνω

  Μετοχή επεξεργασία

σκλαβωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία