σκλαβωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασκλαβωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σκλαβωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σκλαβωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκλαβωμένος
σκλαβωμένων