↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκιοσκόπιο τα σκιοσκόπια
      γενική του σκιοσκόπιου
σκιοσκοπίου
των σκιοσκόπιων
σκιοσκοπίων
    αιτιατική το σκιοσκόπιο τα σκιοσκόπια
     κλητική σκιοσκόπιο σκιοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική skiascope < αρχαία ελληνική σκιά + σκοπέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκιοσκόπιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία