σκιοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκιοσκόπιο | τα | σκιοσκόπια |
γενική | του | σκιοσκόπιου & σκιοσκοπίου |
των | σκιοσκόπιων & σκιοσκοπίων |
αιτιατική | το | σκιοσκόπιο | τα | σκιοσκόπια |
κλητική | σκιοσκόπιο | σκιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκιοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική skiascope < αρχαία ελληνική σκιά + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιοσκόπιο ουδέτερο
- οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία για τη διάγνωση των ανωμαλιών της διάθλασης του ματιού, επιτρέποντας στον ιατρό να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο αντανακλάται το φως στον αμφιβληστροειδή και προσδιορίζοντας έτσι πιθανές διαθλαστικές ανωμαλίες, όπως η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκιοσκόπιο