↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκατιάρης η σκατιάρα το σκατιάρικο
      γενική του σκατιάρη της σκατιάρας του σκατιάρικου
    αιτιατική τον σκατιάρη τη σκατιάρα το σκατιάρικο
     κλητική σκατιάρη σκατιάρα σκατιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκατιάρηδες οι σκατιάρες τα σκατιάρικα
      γενική των σκατιάρηδων των σκατιάρικων
    αιτιατική τους σκατιάρηδες τις σκατιάρες τα σκατιάρικα
     κλητική σκατιάρηδες σκατιάρες σκατιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκατιάρης < σκατό + -ιάρης

  Επίθετο

επεξεργασία

σκατιάρης -α -ικο

  1. (μειωτικό) που τα κάνει πάνω του
  2. (μειωτικό, κατ’ επέκταση) βρομιάρης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία