Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκατένιος η σκατένια το σκατένιο
      γενική του σκατένιου της σκατένιας του σκατένιου
    αιτιατική τον σκατένιο τη σκατένια το σκατένιο
     κλητική σκατένιε σκατένια σκατένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκατένιοι οι σκατένιες τα σκατένια
      γενική των σκατένιων των σκατένιων των σκατένιων
    αιτιατική τους σκατένιους τις σκατένιες τα σκατένια
     κλητική σκατένιοι σκατένιες σκατένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατένιος < σκατ(ό) + -ένιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skaˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐τέ‐νιος

  Επίθετο επεξεργασία

σκατένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία