σκαπέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαπέτι | τα | σκαπέτια |
γενική | του | σκαπετιού | των | σκαπετιών |
αιτιατική | το | σκαπέτι | τα | σκαπέτια |
κλητική | σκαπέτι | σκαπέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαπέτι < σκάπτω[1] Δείτε το ελληνιστικό σκάπετος (αυλάκι), σκαπέτωσις (αυλάκωση). Δε σχετίζεται με το σκαπέτισμα (δραπέτευση), σκαπετάω, σκαπετίζω (δραπετεύω, εξαφανίζομαι). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈpe.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐πέ‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαπέτι ουδέτερο[2]
- (ιδιωματικό, λογοτεχνικό) η τσάπα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαπέτι
→ δείτε τη λέξη τσάπα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ σκαπέτι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)