Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαπετίζω < σκαπετ(άω) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ska.peˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐πε‐τί‐ζω

σκαπετίζω, αόρ.: σκαπέτισα (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία