Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαπετάω < σκαπετ(ώ) + -άω, (άμεσο δάνειο) ιταλική scappato με τροπή [a] > [e], μετοχή του scappare (ξεφεύγω, δραπετεύω) < δημώδης λατινική *excappāre < *excappō < ex + cappa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ska.peˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐πε‐τά‐ω

σκαπετάω/σκαπετώ (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (ιδιωματικό) ξεφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω
     συνώνυμα: την κοπανάω
  2. (ιδιωματικό παρωχημένο) αφού περάσω την κορυφή κάποιου λόφου, εξαφανίζομαι πίσω απ’ αυτήν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία