σκαπέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκαπέτης | οι | σκαπέτες |
γενική | του | σκαπέτη | των | σκαπετών |
αιτιατική | τον | σκαπέτη | τους | σκαπέτες |
κλητική | σκαπέτη | σκαπέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαπέτης < (άμεσο δάνειο) ιταλική scappat(o) + -ης, μετοχή του scappare (ξεφεύγω, δραπετεύω) < δημώδης λατινική *excappāre < *excappō < ex + cappa
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skaˈpe.tis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαπέτης αρσενικό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) εργάτης που σκάβει ό,τι αφήνει το αλέτρι ή εργάζεται σε άλλες συμπληρωματικές εργασίες (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά επεξεργασία
- σκαπετίζω, σκαπετάω
- σκαπέτισμα (δραπέτευση)
- σκαπουλάρω
Δείτε επίσης επεξεργασία
αρχαία ελληνικά, από το σκάπτω:
- σκάπετος (τάφρος, λάκκος)
- σκαπέτωσις (αυλάκωση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαπέτης
|