ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκᾰπετο-
ονομαστική σκάπετος αἱ σκάπετοι
      γενική τῆς σκαπέτου τῶν σκαπέτων
      δοτική τῇ σκαπέτ ταῖς σκαπέτοις
    αιτιατική τὴν σκάπετον τὰς σκαπέτους
     κλητική ! σκάπετε σκάπετοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκαπέτω
γεν-δοτ τοῖν  σκαπέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκάπετος < → δείτε τη λέξη σκάπτω λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκάπετος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σκάπτω

Δείτε επίσης

επεξεργασία