σκάπετος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σκᾰπετο- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | σκάπετος | αἱ | σκάπετοι | ||||
γενική | τῆς | σκαπέτου | τῶν | σκαπέτων | ||||
δοτική | τῇ | σκαπέτῳ | ταῖς | σκαπέτοις | ||||
αιτιατική | τὴν | σκάπετον | τὰς | σκαπέτους | ||||
κλητική ὦ! | σκάπετε | σκάπετοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκαπέτω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκαπέτοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκάπετος < → δείτε τη λέξη σκάπτω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκάπετος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, σε επιγραφή) μορφή του αρχαίου κάπετος: αυλάκι
- ※ 4ος αιώνας πκε, Τροιζήνα, IG.4.823. στίχοι 40, 47, 48 @inscriptions.packhum.org
- στίχος 48: σκαπ̣έ[τ]ων [τῶν ποὶ(?) τὰς] ζωρύας, ὡς τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὸν ναὸν μὴ ῥέηι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκάπτω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σκάπετος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.