Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰπετο-
ονομαστική κάπετος αἱ κάπετοι
      γενική τῆς καπέτου τῶν καπέτων
      δοτική τῇ καπέτ ταῖς καπέτοις
    αιτιατική τὴν κάπετον τὰς καπέτους
     κλητική ! κάπετε κάπετοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καπέτω
γεν-δοτ τοῖν  καπέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάπετος < → δείτε τη λέξη σκάπτω, ή προελληνική λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάπετος θηλυκό

  1. χαντάκι, αυλάκι, σκαμμένο πέρασμα, τάφρος, όρυγμα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 564
    ἑστήκει δὲ κάμαξι διαμπερὲς ἀργυρέῃσιν.
    ἀμφὶ δὲ κυανέην κάπετον, περὶ δ᾽ ἕρκος ἔλασσε
    κασσιτέρου· μία δ᾽ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν ἐπ᾽ αὐτήν,
    τῇ νίσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν.
    Και λάκκον από χάλυβα και κασσιτέρου φράκτην / έσυρε γύρω και άνοιξε στην άκρην μονοπάτι / για να περνούν , όταν τρυγάν το αμπέλι, οι καρποφόροι.
    Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
    Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 356
    προπάροιθε δὲ Φοῖβος Ἀπόλλων
    ῥεῖ’ ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων
    ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον
    μακρὴν ἠδ’ εὐρεῖαν, ὅσον τ’ ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ
    γίγνεται,
    κι έμπροσθεν ο Φοίβος με τα πόδια / τα φρύδια εγκρέμισ᾽ εύκολα του λάκκου και το χώμα / στο χάσμα μέσα επάτησε και ωσάν γεφύρι δρόμον / μακρύν τους έστρωσε πλατύν
    Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
  2. τρύπα
  3. τάφος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία