σκανδαλοπλόκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σκανδαλοπλόκος | το | σκανδαλοπλόκο | ||
γενική | του/της | σκανδαλοπλόκου | του | σκανδαλοπλόκου | ||
αιτιατική | τον/τη | σκανδαλοπλόκο | το | σκανδαλοπλόκο | ||
κλητική | σκανδαλοπλόκε | σκανδαλοπλόκο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σκανδαλοπλόκοι | τα | σκανδαλοπλόκα | ||
γενική | των | σκανδαλοπλόκων | των | σκανδαλοπλόκων | ||
αιτιατική | τους/τις | σκανδαλοπλόκους | τα | σκανδαλοπλόκα | ||
κλητική | σκανδαλοπλόκοι | σκανδαλοπλόκα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκανδαλοπλόκος < μεσαιωνική ελληνική σκανδαλοπλόκος < σκάνδαλον + -ο- + -πλόκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skan.ða.loˈplo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαν‐δα‐λο‐πλό‐κος
Επίθετο επεξεργασία
σκανδαλοπλόκος, -ος, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκανδαλοπλόκος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)