Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιωνιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σιωνιστικ
ός
η
σιωνιστικ
ή
το
σιωνιστικ
ό
γενική
του
σιωνιστικ
ού
της
σιωνιστικ
ής
του
σιωνιστικ
ού
αιτιατική
τον
σιωνιστικ
ό
τη
σιωνιστικ
ή
το
σιωνιστικ
ό
κλητική
σιωνιστικ
έ
σιωνιστικ
ή
σιωνιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σιωνιστικ
οί
οι
σιωνιστικ
ές
τα
σιωνιστικ
ά
γενική
των
σιωνιστικ
ών
των
σιωνιστικ
ών
των
σιωνιστικ
ών
αιτιατική
τους
σιωνιστικ
ούς
τις
σιωνιστικ
ές
τα
σιωνιστικ
ά
κλητική
σιωνιστικ
οί
σιωνιστικ
ές
σιωνιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιωνιστικός
<
σιωνιστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σιωνιστικός, -ή, -ό
(
πολιτική
) που έχει
σχέση
με τον
σιωνισμό
ή τον
σιωνιστή
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιωνιστικός
γαλλικά
:
sioniste
(fr)
εσπεράντο
:
sionista
(eo)