σιωνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιωνισμός < γαλλική sionisme < Sion < υστερολατινική Sion < εβραϊκή ציון (Tsiyón: Ιερουσαλήμ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιωνισμός αρσενικό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- σιωνιστής
- σιωνιστικός
- → δείτε τη λέξη Σιών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σιωνισμός στη Βικιπαίδεια