Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντισιωνισμός οι αντισιωνισμοί
      γενική του αντισιωνισμού των αντισιωνισμών
    αιτιατική τον αντισιωνισμό τους αντισιωνισμούς
     κλητική αντισιωνισμέ αντισιωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισιωνισμός < αντι- + σιωνισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντισιωνισμός αρσενικό

  • η αντίθεση στο σιωνισμό, δηλαδή η αντίθεση στην πολιτική κίνηση των Εβραίων για αυτοδιάθεση στα ιστορικά εδάφη του Ισραήλ, ή αντίθεση στο κράτος του Ισραήλ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία