↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιχισμός οι σιχισμοί
      γενική του σιχισμού των σιχισμών
    αιτιατική τον σιχισμό τους σιχισμούς
     κλητική σιχισμέ σιχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιχισμός < (άμεσο δάνειο) αγγλική Sikhism

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιχισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σιχισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)