σιταγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιταγωγός < αρχαία ελληνική σῑτᾰγωγός < σῖτος + ἄγω
Επίθετο
επεξεργασίασιταγωγός
- που μεταφέρει σιτάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιταγωγός αρσενικό
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) θημωνιά
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) μέρος στο αλώνι όπου τοποθετείται η θημωνιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιταγωγός
|