Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιταγωγός η σιταγωγή το σιταγωγό
      γενική του σιταγωγού της σιταγωγής του σιταγωγού
    αιτιατική τον σιταγωγό τη σιταγωγή το σιταγωγό
     κλητική σιταγωγέ σιταγωγή σιταγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιταγωγοί οι σιταγωγές τα σιταγωγά
      γενική των σιταγωγών των σιταγωγών των σιταγωγών
    αιτιατική τους σιταγωγούς τις σιταγωγές τα σιταγωγά
     κλητική σιταγωγοί σιταγωγές σιταγωγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιταγωγός < αρχαία ελληνική σῑτᾰγωγός < σῖτος + ἄγω

  Επίθετο επεξεργασία

σιταγωγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιταγωγός αρσενικό

  1. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) θημωνιά
  2. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) μέρος στο αλώνι όπου τοποθετείται η θημωνιά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία