Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταγός οι σταγοί
      γενική του σταγού των σταγών
    αιτιατική τον σταγό τους σταγούς
     κλητική σταγέ σταγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταγός < σιταγωγός < αρχαία ελληνική σῑτᾰγωγός < σῖτος + ἄγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταγός αρσενικό

  • (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σιταγωγός
    ※  Ἡ λέξις εἶναι ἑλληνική, σταγός, ἀπαντῶσα σήμερον ἐν Εὐβοίᾳ καὶ σημαίνουσα σωρὸν θημωνιῶν καὶ τὸ μέρος τοῦ ἁλωνίου, ἔνθα αἱ θημωνίαι τοποθετοῦνται, καθ’ ἃ πρὸ ἐτῶν ἀνεκοίνωσα ἐν τῇ Ἐπιστημονικῇ Ἑταιρείᾳ Ἀθηνῶν. Ἐτυμολογικῶς πιθανῶς ἡ λέξις ἀνακτέα εἰς τὴν “σιταγωγός”, κατ’ ἀνομοίωσιν δὲ “σταγός”.» (Ιωάννης Βογιατζίδης, «Το Χρονικόν των Μετεώρων, Ιστορική ανάλυσις και ερμηνεία», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 2 (1925) 162.)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία