Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιλοφόρος η σιλοφόρος
σιλοφόρα
το σιλοφόρο
      γενική του σιλοφόρου της σιλοφόρου
σιλοφόρας
του σιλοφόρου
    αιτιατική τον σιλοφόρο τη σιλοφόρο
σιλοφόρα
το σιλοφόρο
     κλητική σιλοφόρε σιλοφόρε
σιλοφόρα
σιλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιλοφόροι οι σιλοφόροι
σιλοφόρες
τα σιλοφόρα
      γενική των σιλοφόρων των σιλοφόρων των σιλοφόρων
    αιτιατική τους σιλοφόρους τις σιλοφόρους
σιλοφόρες
τα σιλοφόρα
     κλητική σιλοφόροι σιλοφόροι
σιλοφόρες
σιλοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
ένα σιλοφόρο φορτηγό

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιλοφόρος < σιλ(ό) + -ο- + -φόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.loˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐λο‐φό‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

σιλοφόρος, -ος/-α, -ο

  • (μέσο μεταφορών) που μπορεί να κουβαλήσει αυτά που αποθηκεύει το σιλό, που μπορεί να κουβαλήσει ένα σιλό
    ※  τις σιλοφόρες δεξαμενές στις οποίες αποθηκεύεται το γάλα (Η Καθημερινή της Κυριακής, Κυπριακή Πολιτική και Oικονομική Eφημερίδα, 14 Ιουνίου 2015, σελ 6 [1])
    ※  Συγκεκριμένα, στη μονάδα της ΔΕΗ από όπου σιλοφόρα οχήματα της εταιρείας παραλαμβάνουν ιπτάμενη τέφρα, εγκαταστάθηκαν τέσσερις πλατφόρμες ασφαλούς πρόσβασης με προστατευτικά κάγκελα. Αυτές βελτιώνουν τις συνθήκες ασφάλειας για τους οδηγούς των σιλοφόρων τόσο στη φόρτωση όσο και το πλύσιμο των οχημάτων (ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, Χρυσό βραβείο για την ασφάλεια στις οδικές μεταφορές της, businessenergy.gr [2])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία