σιλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιλό | τα | σιλό |
γενική | του | σιλό | των | σιλό |
αιτιατική | το | σιλό | τα | σιλό |
κλητική | σιλό | σιλό | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική silo < ισπανική siro < λατινική sirus < αρχαία ελληνική σιρός (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιλό ουδέτερο άκλιτο
- κυλινδρική κατασκευή που χρησιμοποιείται για αποθήκευση χύδην στερεών υλικών (δημητριακών, χαλικιών κτλ.) και τροφοδοσία (φορτοεκφόρτωση)
- κυλινδρική κατασκευή που βρίσκεται υπογείως για τη φύλαξη πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σιλό στη Βικιπαίδεια