σιρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιρός | οι | σιροί |
γενική | του | σιρού | των | σιρών |
αιτιατική | τον | σιρό | τους | σιρούς |
κλητική | σιρέ | σιροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιρός < αρχαία ελληνική σιρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιρός αρσενικό
- δοχείο ή λάκκος για την αποθήκευση σιτηρών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιρός
|