σιδηροπενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιδηροπενικός < σιδηροπενία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sidéropénie < αρχαία ελληνική σίδηρος + πενία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασιδηροπενικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη σιδηροπενία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σιδηροπενία, σίδηρος και πενία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιδηροπενικός