Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηροπενία οι σιδηροπενίες
      γενική της σιδηροπενίας των σιδηροπενιών
    αιτιατική τη σιδηροπενία τις σιδηροπενίες
     κλητική σιδηροπενία σιδηροπενίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηροπενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sidéropénie < αρχαία ελληνική σίδηρος + πενία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.peˈni.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδηροπενία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία