Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδήρεος < σίδηρος

  Επίθετο

επεξεργασία

σιδήρεος, -έα, -εον

  1. σιδερένιος, φτιαγμένος από σίδερο
  2. (μεταφορικά) σκληρός, σκληρόκαρδος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 293
    οἱ κραδίη σιδερέη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 280
    σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται,
    είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

με το συνηρημένο σιδηροῦς

με το επικό σιδήρειος

Παράγωγα

επεξεργασία
  • → δείτε τον πληθυντικό σιδάρεοι (ουσιαστικό, αρσενικό, νόμισμα του Βυζαντίου -του αρχαίου-)

Συγγενικά

επεξεργασία
σιδήρεος σιδηρέα
επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
σῐδηρεο- σῐδηρεᾱ- σῐδηρεο-
ονομαστική σιδήρεος   > σιδηροῦς σιδηρέ   > σιδηρ τὸ σιδήρεον   > σιδηροῦν
      γενική τοῦ σιδηρέου   > σιδηροῦ τῆς σιδηρέᾱς > σιδηρᾶς τοῦ σιδηρέου   > σιδηροῦ
      δοτική τῷ σιδηρέ    > σιδηρ τῇ σιδηρέ   > σιδηρ τῷ σιδηρέ    > σιδηρ
    αιτιατική τὸν σιδήρεον   > σιδηροῦν τὴν σιδηρέᾱν > σιδηρᾶν τὸ σιδήρεον   > σιδηροῦν
     κλητική ! σιδήρεε   - σιδηροῦς σιδηρέ   > σιδηρ σιδήρεον   > σιδηροῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σιδήρεοι   > σιδηροῖ αἱ σιδήρεαι   > σιδηραῖ τὰ σιδήρε   > σιδηρ
      γενική τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν
      δοτική τοῖς σιδηρέοις > σιδηροῖς ταῖς σιδηρέαις > σιδηραῖς τοῖς σιδηρέοις > σιδηροῖς
    αιτιατική τοὺς σιδηρέους > σιδηροῦς τὰς σιδηρέᾱς > σιδηρᾶς τὰ σιδήρε   > σιδηρ
     κλητική ! σιδήρεοι   > σιδηροῖ σιδήρεαι   > σιδηραῖ σιδήρε   > σιδηρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σιδηρέω   > σιδηρώ τὼ σιδηρέ   > σιδηρ τὼ σιδηρέω   > σιδηρώ
      γεν-δοτ τοῖν σιδηρέοιν > σιδηροῖν τοῖν σιδηρέαιν > σιδηραῖν τοῖν σιδηρέοιν > σιδηροῖν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές.
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'χρύσεος' όπως «χρύσεος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ιωνική και επική κλίση
επεξεργασία
στην ιωνική διάλεκτο
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
σιδηρεο- σιδηρεᾱ- σιδηρεο-
ονομαστική      σιδήρεος      σιδηρέη      σιδήρεον
      γενική σιδηρέου σιδηρέης σιδηρέου
      δοτική σιδηρέ σιδηρέ σιδηρέ
    αιτιατική σιδήρεον σιδηρέην σιδήρεον
     κλητική ! σιδήρεε σιδηρέη σιδήρεον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      σιδήρεοι      σιδήρεαι      σιδήρε
      γενική σιδηρέων σιδηρεέων
& σιδηρεῶν
σιδηρέων
      δοτική σιδηρέοισῐ(ν)
& σιδηρέοις
σιδηρέησῐ(ν) σιδηρέοισῐ(ν)
& σιδηρέοις
    αιτιατική σιδηρέους σιδηρέᾱς σιδήρε
     κλητική ! σιδήρεοι σιδήρεαι σιδήρε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      σιδηρέω      σιδηρέ      σιδηρέω
      γεν-δοτ σιδηρέοιν σιδηρέαιν σιδηρέοιν
Οι κλητικές πτώσεις, σπάνιες.
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'χρύσεος' όπως «χρύσεος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές