Δείτε επίσης: σιδηρούς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν

Κλίση επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
σῐδηρεο- σῐδηρεᾱ- σῐδηρεο-
ονομαστική σιδήρεος   > σιδηροῦς σιδηρέ   > σιδηρ τὸ σιδήρεον   > σιδηροῦν
      γενική τοῦ σιδηρέου   > σιδηροῦ τῆς σιδηρέᾱς > σιδηρᾶς τοῦ σιδηρέου   > σιδηροῦ
      δοτική τῷ σιδηρέ    > σιδηρ τῇ σιδηρέ   > σιδηρ τῷ σιδηρέ    > σιδηρ
    αιτιατική τὸν σιδήρεον   > σιδηροῦν τὴν σιδηρέᾱν > σιδηρᾶν τὸ σιδήρεον   > σιδηροῦν
     κλητική ! σιδήρεε   - σιδηροῦς σιδηρέ   > σιδηρ σιδήρεον   > σιδηροῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σιδήρεοι   > σιδηροῖ αἱ σιδήρεαι   > σιδηραῖ τὰ σιδήρε   > σιδηρ
      γενική τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν τῶν σιδηρέων > σιδηρῶν
      δοτική τοῖς σιδηρέοις > σιδηροῖς ταῖς σιδηρέαις > σιδηραῖς τοῖς σιδηρέοις > σιδηροῖς
    αιτιατική τοὺς σιδηρέους > σιδηροῦς τὰς σιδηρέᾱς > σιδηρᾶς τὰ σιδήρε   > σιδηρ
     κλητική ! σιδήρεοι   > σιδηροῖ σιδήρεαι   > σιδηραῖ σιδήρε   > σιδηρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σιδηρέω   > σιδηρώ τὼ σιδηρέ   > σιδηρ τὼ σιδηρέω   > σιδηρώ
      γεν-δοτ τοῖν σιδηρέοιν > σιδηροῖν τοῖν σιδηρέαιν > σιδηραῖν τοῖν σιδηρέοιν > σιδηροῖν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές.
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'σιδηροῦς' όπως «σιδηροῦς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές