Δείτε επίσης: σιδερίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδηρίτης οι σιδηρίτες
      γενική του σιδηρίτη των σιδηριτών
    αιτιατική τον σιδηρίτη τους σιδηρίτες
     κλητική σιδηρίτη σιδηρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρίτης < αρχαία ελληνική σιδηρίτης[1] < σίδηρος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sidérite[2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική siderite[2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Siderit[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδηρίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σιδηρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 2,2 σιδηρίτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)