σιδερίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιδερίτης < μεσαιωνική ελληνική σιδερίτης[1] [2] < αρχαία ελληνική σίδηρος
- σιδερίτης < ελληνιστική κοινή σιδηρῖτις[2] [3] [4] < αρχαία ελληνική σίδηρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιδερίτης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιδερίτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιδερίτης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 σιδερίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σιδηρῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σιδερίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας