σερσέμης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερσέμης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sersem < περσική سرسام (sarsām, μηνιγγίτιδα, παραλήρημα) < سر (sar, κεφάλι) + سام (sām, πρήξιμο)
Επίθετο
επεξεργασίασερσέμης αρσενικό (θηλυκό: σερσέμα & σερσέμισσα)