↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερενάτα οι σερενάτες
      γενική της σερενάτας
    αιτιατική τη σερενάτα τις σερενάτες
     κλητική σερενάτα σερενάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερενάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική serenata < λατινική serenus (γαλήνιος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερενάτα θηλυκό

  1. (μουσική) μουσικό είδος, αρχικά της εποχής μπαρόκ, εορταστικό, που κατά κανόνα παιζόταν στο ύπαιθρο. Συνθέτες όλων των κατοπινών περιόδων έγραψαν σερενάτες (είτε ως πολυμερείς φόρμες, είτε ως μέρη άλλου έργου).
  2. μουσική που παίζει κάποιος, αργά τη νύχτα, κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία