Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερβόφωνος η σερβόφωνη το σερβόφωνο
      γενική του σερβόφωνου της σερβόφωνης του σερβόφωνου
    αιτιατική τον σερβόφωνο τη σερβόφωνη το σερβόφωνο
     κλητική σερβόφωνε σερβόφωνη σερβόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερβόφωνοι οι σερβόφωνες τα σερβόφωνα
      γενική των σερβόφωνων των σερβόφωνων των σερβόφωνων
    αιτιατική τους σερβόφωνους τις σερβόφωνες τα σερβόφωνα
     κλητική σερβόφωνοι σερβόφωνες σερβόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σερβόφωνος < Σέρβ(ος) + -ό- + -φωνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seɾˈvo.fo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐βό‐φω‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

σερβόφωνος, -η, -ο

  • που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα σερβικά
    υπάρχουν γλωσσικά χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής περιόδου που δείχνουν ποιος σλαβόφωνος μοναχός ήταν σερβόφωνος και ποιος βουλγαρόφωνος.
    ※  Οι σλαβόφωνοι Ζωγραφίτες γέροντες μοναχοί που αυτοπροσδιορίζονται με τον τύπο starac είναι σερβόφωνοι
    άρθρο «Γλωσσική διαφοροποίηση στους σλαβόφωνους μοναχούς της Μονής Ζωγράφου» @smerdaleos , πρόσβαση:2022.01.15.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία