↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουλγαρόφωνος η βουλγαρόφωνη το βουλγαρόφωνο
      γενική του βουλγαρόφωνου της βουλγαρόφωνης του βουλγαρόφωνου
    αιτιατική τον βουλγαρόφωνο τη βουλγαρόφωνη το βουλγαρόφωνο
     κλητική βουλγαρόφωνε βουλγαρόφωνη βουλγαρόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουλγαρόφωνοι οι βουλγαρόφωνες τα βουλγαρόφωνα
      γενική των βουλγαρόφωνων των βουλγαρόφωνων των βουλγαρόφωνων
    αιτιατική τους βουλγαρόφωνους τις βουλγαρόφωνες τα βουλγαρόφωνα
     κλητική βουλγαρόφωνοι βουλγαρόφωνες βουλγαρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλγαρόφωνος < Βούλγαρ(ος) + -ό- + -φωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

βουλγαρόφωνος, -η, -ο

  1. που μιλάει τη βουλγαρική γλώσσα
    ⮡  βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί.
    ⮡  Οι σλαβόφωνοι Ζωγραφίτες γέροντες μοναχοί που αυτοπροσδιορίζονται με τον τύπο starac είναι σερβόφωνοι, ενώ εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται με τον τύπο starec είναι -με την ορολογία εκείνης της εποχής- βουλγαρόφωνοι (από την σημερινή Βουλγαρία και την ευρύτερη Μακεδονία).
  • ※  Τον υπόλοιπο 16ο αιώνα, η έλλειψη της γενικής πτώσης στην φράση ot Zografa > ot Zograf γίνεται συνηθισμένο χαρακτηριστικό στους βουλγαρόφωνους μοναχούς
    άρθρο «Γλωσσική διαφοροποίηση στους σλαβόφωνους μοναχούς της Μονής Ζωγράφου» @smerdaleos , πρόσβαση:2022.01.15.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία