Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η βουλγαροφωνία
      γενική της βουλγαροφωνίας
    αιτιατική τη βουλγαροφωνία
     κλητική βουλγαροφωνία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλγαροφωνία < βουλγαρ(ικός), βουλγαρ(ικά) + -ο- + -φωνία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾo.foˈni.a/

τυπογραφικός συλλαβισμός: βουλ‐γα‐ρο‐φω‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουλγαροφωνία θηλυκό

  • η ομιλία στη βουλγαρική γλώσσα, η γνώση των βουλγαρικών
    ※  Στις αρχές του 16ου αιώνα (1506), η γενική πτώση ot Zografa = «εκ Ζωγράφου» υποδεικνύει δημώδη σερβοφωνία ή λόγια βουλγαροφωνία
    άρθρο «Γλωσσική διαφοροποίηση στους σλαβόφωνους μοναχούς της Μονής Ζωγράφου» @smerdaleos , πρόσβαση:2022.01.15.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία