↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεληνογραφία οι σεληνογραφίες
      γενική της σεληνογραφίας των σεληνογραφιών
    αιτιατική τη σεληνογραφία τις σεληνογραφίες
     κλητική σεληνογραφία σεληνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεληνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sélénographie < αρχαία ελληνική Σελήν(η) + -ο- + -γραφία]\

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.li.no.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λη‐νο‐γρα‐φία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σεληνογραφία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία