Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σεληνογράφος οι σεληνογράφοι
      γενική του/της σεληνογράφου των σεληνογράφων
    αιτιατική τον/τη σεληνογράφο τους/τις σεληνογράφους
     κλητική σεληνογράφε σεληνογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεληνογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sélénographe < αρχαία ελληνική σελήν(η) + -ο- + -γράφος, (μαρτυρείται από το 1861)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.li.noˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λη‐νο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεληνογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)