σεληνίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σεληνίτης | οἱ | σεληνῖται | ||||
γενική | τοῦ | σεληνίτου | τῶν | σεληνιτῶν | ||||
δοτική | τῷ | σεληνίτῃ | τοῖς | σεληνίταις | ||||
αιτιατική | τὸν | σεληνίτην | τοὺς | σεληνίτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | σεληνῖτᾰ | σεληνῖται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σεληνίτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σεληνίταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεληνίτης (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασεληνίτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ορυκτολογία) φεγγαρόπετρα, σεληνόλιθος
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 1.20.3, @scaife.perseus
- γαλῆς κοιλίαν κορίου πληρώσας ξήρανον καὶ δίδου ἐξ αὐτῆς μεθ’ ὕδατος ἢ ὄξους, ἢ λίθον σεληνίτην ἀποξύων δίδου, ἢ μήκωνος ἀφρώδους καρποῦ ὀξυβάφου πλῆθος·
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 1.20.3, @scaife.perseus
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεληνίτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (στον πληθυντικό) λαός της Αρκαδίας
- (ως κύριο όνομα) φανταστικός κάτοικος της σελήνης
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 13, 20 Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα @wikisource
- ὤμοσαν δὲ Ἡλιωτῶν μὲν Πυρωνίδης καὶ Θερείτης καὶ Φλόγιος, Σεληνιτῶν δὲ Νύκτωρ καὶ Μήνιος καὶ Πολυλάμπης.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 13, 20 Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα @wikisource
Πηγές
επεξεργασία- σεληνίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.