↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φεγγαρόπετρα οι φεγγαρόπετρες
      γενική της φεγγαρόπετρας των φεγγαρόπετρων
    αιτιατική τη φεγγαρόπετρα τις φεγγαρόπετρες
     κλητική φεγγαρόπετρα φεγγαρόπετρες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεγγαρόπετρα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moonstone < ελληνιστική κοινή σεληνίτης (λίθος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φεγγαρόπετρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • φεγγαρόπετραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • φεγγαρόπετρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)