σεκρετάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεκρετάριος < μεσαιωνική ελληνική σεκρετάριος < λατινική secretarius < secretus, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος secerno < se- + cerno < πρωτοϊταλική *krinō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *krey- (χωρίζω, διαιρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεκρετάριος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεκρετάριος
|