↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σειραϊκοποίηση οι σειραϊκοποιήσεις
      γενική της σειραϊκοποίησης των σειραϊκοποιήσεων
    αιτιατική τη σειραϊκοποίηση τις σειραϊκοποιήσεις
     κλητική σειραϊκοποίηση σειραϊκοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σειραϊκοποίηση, νεολογισμός του τέλους του 20ού αιώνα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική serialization

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σειραϊκοποίηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία