σειραϊκοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σειραϊκοποίηση | οι | σειραϊκοποιήσεις |
γενική | της | σειραϊκοποίησης | των | σειραϊκοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σειραϊκοποίηση | τις | σειραϊκοποιήσεις |
κλητική | σειραϊκοποίηση | σειραϊκοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σειραϊκοποίηση, νεολογισμός του τέλους του 20ού αιώνα < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική serialization
Ουσιαστικό επεξεργασία
σειραϊκοποίηση θηλυκό
- (πληροφορική) η διαδικασία του σειραϊκοποιώ (serialize)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Οι μορφές της απόδοσης του αγγλικού όρου ποικίλουν: σειριακοποίηση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποσειραϊκοποίηση
- αποσειραϊκοποιώ
- σειραϊκός (και προφορικό σειριακός)
- σειρά
- σειραϊκοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σειραϊκοποίηση