αποσειραϊκοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσειραϊκοποίηση | οι | αποσειραϊκοποιήσεις |
γενική | της | αποσειραϊκοποίησης | των | αποσειραϊκοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποσειραϊκοποίηση | τις | αποσειραϊκοποιήσεις |
κλητική | αποσειραϊκοποίηση | αποσειραϊκοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποσειραϊκοποίηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deserialization (νεολογισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσειραϊκοποίηση θηλυκό
- (πληροφορική) η διαδικασία του αποσειραϊκοποιώ (deserialize)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Οι μορφές της απόδοσης του αγγλικού όρου ποικίλουν: απο-σειριακοποιήση, αποσειριοποίηση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσειραϊκοποιώ
- σειραϊκός (προφορικό σειριακός)
- σειρά
- σειραϊκοποίηση
- σειραϊκοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσειραϊκοποίηση