σειραϊκοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σειραϊκοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serialize (νεολογισμός)
Ρήμα επεξεργασία
σειραϊκοποιώ
- κάνω σειραϊκό, τοποθετώ σε σειρά, σε διάταξη
- (πληροφορική) μετατρέπω ένα αντικείμενο (ή τύπο δεδομένων) σε σειρά από bytes (σειριακή μορφή), ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί σε μακροπρόθεσμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο) ή να αποσταλεί μέσω δικτύου
Άλλες μορφές επεξεργασία
- Οι μορφές της απόδοσης του αγγλικού όρου ποικίλουν: σειριακοποιώ
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποσειραϊκοποίηση
- αποσειραϊκοποιώ
- σειραϊκός (και προφορικό σειριακός)
- σειρά
- σειραϊκοποίηση