Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σειραϊκοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serialize (νεολογισμός)

  ΡήμαΕπεξεργασία

σειραϊκοποιώ

  1. κάνω σειραϊκό, τοποθετώ σε σειρά, σε διάταξη
  2. (πληροφορική) μετατρέπω ένα αντικείμενοτύπο δεδομένων) σε σειρά από bytes (σειριακή μορφή), ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί σε μακροπρόθεσμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο) ή να αποσταλεί μέσω δικτύου

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία