Ετυμολογία

επεξεργασία
σειραϊκοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serialize (νεολογισμός)

σειραϊκοποιώ

  1. κάνω σειραϊκό, τοποθετώ σε σειρά, σε διάταξη
  2. (πληροφορική) μετατρέπω ένα αντικείμενοτύπο δεδομένων) σε σειρά από bytes (σειριακή μορφή), ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί σε μακροπρόθεσμη μνήμη (πχ. σκληρό δίσκο) ή να αποσταλεί μέσω δικτύου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία