αποσειραϊκοποιώ
αποσειριακοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσειραϊκοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deserialize
Ρήμα
επεξεργασίααποσειραϊκοποιώ
- (πληροφορική) το αντίστροφο του σειραϊκοποιώ (serialize), επαναδημιουργώ ένα αντικείμενο (ή τύπο δεδομένων) από σειραϊκά bytes (bytestream) που είχαν προκύψει από την σειραϊκοποίηση του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποσειραϊκοποιώ