σειριακοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σειριακοποίηση | οι | σειριακοποιήσεις |
γενική | της | σειριακοποίησης | των | σειριακοποιήσεων |
αιτιατική | τη | σειριακοποίηση | τις | σειριακοποιήσεις |
κλητική | σειριακοποίηση | σειριακοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασειριακοποίηση θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- .pdf - ΕΛΕΤΟ 26η Γενική Συνέλευση, 15 Μαΐου 2019 (με έγκριση του όρου σειριακοποιήση)
- Αναζήτηση @moto-teleterm.gr