↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σειριακοποίηση οι σειριακοποιήσεις
      γενική της σειριακοποίησης των σειριακοποιήσεων
    αιτιατική τη σειριακοποίηση τις σειριακοποιήσεις
     κλητική σειριακοποίηση σειριακοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σειριακοποίηση θηλυκό