↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σβουνοπασάλειφτος η σβουνοπασάλειφτη το σβουνοπασάλειφτο
      γενική του σβουνοπασάλειφτου της σβουνοπασάλειφτης του σβουνοπασάλειφτου
    αιτιατική τον σβουνοπασάλειφτο τη σβουνοπασάλειφτη το σβουνοπασάλειφτο
     κλητική σβουνοπασάλειφτε σβουνοπασάλειφτη σβουνοπασάλειφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σβουνοπασάλειφτοι οι σβουνοπασάλειφτες τα σβουνοπασάλειφτα
      γενική των σβουνοπασάλειφτων των σβουνοπασάλειφτων των σβουνοπασάλειφτων
    αιτιατική τους σβουνοπασάλειφτους τις σβουνοπασάλειφτες τα σβουνοπασάλειφτα
     κλητική σβουνοπασάλειφτοι σβουνοπασάλειφτες σβουνοπασάλειφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σβουνοπασάλειφτος < σβουνιά + -ο- + πασαλείβω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

σβουνοπασάλειφτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία