Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σβουνοπασάλειφτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σβουνοπασάλειφτ
ος
η
σβουνοπασάλειφτ
η
το
σβουνοπασάλειφτ
ο
γενική
του
σβουνοπασάλειφτ
ου
της
σβουνοπασάλειφτ
ης
του
σβουνοπασάλειφτ
ου
αιτιατική
τον
σβουνοπασάλειφτ
ο
τη
σβουνοπασάλειφτ
η
το
σβουνοπασάλειφτ
ο
κλητική
σβουνοπασάλειφτ
ε
σβουνοπασάλειφτ
η
σβουνοπασάλειφτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σβουνοπασάλειφτ
οι
οι
σβουνοπασάλειφτ
ες
τα
σβουνοπασάλειφτ
α
γενική
των
σβουνοπασάλειφτ
ων
των
σβουνοπασάλειφτ
ων
των
σβουνοπασάλειφτ
ων
αιτιατική
τους
σβουνοπασάλειφτ
ους
τις
σβουνοπασάλειφτ
ες
τα
σβουνοπασάλειφτ
α
κλητική
σβουνοπασάλειφτ
οι
σβουνοπασάλειφτ
ες
σβουνοπασάλειφτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σβουνοπασάλειφτος
<
σβουνιά
+
-ο-
+
πασαλείβω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
σβουνοπασάλειφτος
(
παρωχημένο
) που έχει
πασαλειφτεί
με
σβουνιές
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σβουνιά
και
πασαλείβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σβουνοπασάλειφτος
αγγλικά
:
bedaubed with cowpat
(en)
,
smarmed with faeces
(en)
τσεχικά
:
zamazaný lejny
(cs)